- ἀερῶδες
- ἀερώδηςlike airmasc/fem voc sgἀερώδηςlike airneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αερώδης — ες (Α ἀερώδης) [ἀήρ] 1. ο όμοιος με τον αέρα, αραιός, λεπτός, άυλος, ελαφρός 2. αυτός που έχει το χρώμα τού αέρα, τού ουρανού, ο αερόχρωμος 3. ο γεμάτος αέρα 4. το ουδ. ως ουσ. το αερώδες αερώδης φύση, σύσταση … Dictionary of Greek